- μετατρέψιμος
- -η, -ο [μετατρέπω]αυτός που μπορεί να μετατραπεί («νόμισμα μετατρέψιμο σε δολάρια»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετατρεψιμότητα — Η ευχέρεια που παρέχεται από τις νομισματικές αρχές στους κατόχους τραπεζογραμματίων να τα παρουσιάσουν οποιαδήποτε στιγμή για να μετατραπούν ελεύθερα –σε καθορισμένη αναλογία– σε χρυσό ή σε νόμισμα άλλης χώρας. Μπορεί να υπάρχει εσωτερική και… … Dictionary of Greek